Ουσιαστικό

επεξεργασία

disarray (en) (μη μετρήσιμο)

  • η ακαταστασία, η αταξία
    ⮡  The room was in such disarray that she was ashamed to ask him in.
    Το δωμάτιο ήταν σε τέτοια ακαταστασία που ντρεπόταν να του πει να περάσει μέσα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη disorder

disarray (en)