ενικός         πληθυντικός  
disease diseases

Ουσιαστικό

επεξεργασία

disease (en)

  1. η αρρώστια, η ασθένεια, η νόσος, το νόσημα, η πάθηση
      Modern medicine cures diseases which were once considered incurable.
    Η σύγχρονη ιατρική θεραπεύει αρρώστιες που κάποτε τις θεωρούσαν ανίατες.
      a serious disease - σοβαρή ασθένεια
      We need to isolate the patient who has an infectious disease.
    Πρέπει να απομονώσουμε τον ασθενή που έχει μολυσματική νόσο.
      mental diseases - ψυχικές παθήσεις
  2. (μεταφορικά) διαταραχή, δεινό

Συνώνυμα

επεξεργασία