disease
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
disease | diseases |
Ουσιαστικό
επεξεργασία
disease (en)
- η αρρώστια, η ασθένεια, η νόσος, το νόσημα, η πάθηση
- ⮡ Modern medicine cures diseases which were once considered incurable.
- Η σύγχρονη ιατρική θεραπεύει αρρώστιες που κάποτε τις θεωρούσαν ανίατες.
- ⮡ a serious disease - σοβαρή ασθένεια
- ⮡ We need to isolate the patient who has an infectious disease.
- Πρέπει να απομονώσουμε τον ασθενή που έχει μολυσματική νόσο.
- ⮡ mental diseases - ψυχικές παθήσεις
- ⮡ Modern medicine cures diseases which were once considered incurable.
- (μεταφορικά) διαταραχή, δεινό