ενικός         πληθυντικός  
hot mess hot messes

  Ετυμολογία

επεξεργασία
hot mess < → δείτε τις λέξεις hot και mess

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

hot mess (en)

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 959. ISBN 9780194325684. , λήμμα: χάλι