car crash
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
car crash | car crashes |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαcar crash (en)
- (ανεπίσημο, μεταφορικά, κυρίως βρετανικό) το χάλι
Πηγές
επεξεργασία- car crash - Cambridge Dictionary online