crash
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
crash (en)
- δυνατός θόρυβος (πχ από σπάσιμο)
- σύγκρουση
- συντριβή
- (πληροφορική) κατάρρευση υπολογιστικού συστήματος
- κραχ στην οικονομία
- μια ομάδα ρινόκερων
ΕπίθετοΕπεξεργασία
crash (en)
- crash diet
ΡήμαΕπεξεργασία
crash (en)
- συντρίβομαι
- the helicopter crashed
- προκαλώ συντριβή
- καταρρέω (για υπολογιστή ή πρόγραμμα)
- πέφτω, καταρρέω μετά από την ευφορία που προκλήθηκε λόγω χρήσης ναρκωτικών
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- crash < αγγλική
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
crash | crashs |
crash (fr) αρσενικό