crash
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαcrash (en) (χωρίς παραθετικά)
- εντατικός, πολύ γρήγορος
- ⮡ a crash course - εντατικά μαθήματα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
crash | crashes |
crash (en)
- η σύγκρουση, το δυστύχημα, ατύχημα στο οποίο ένα όχημα χτυπά κάτι άλλο
- ο πάταγος, ο βρόντος, ο δυνατός θόρυβος, πχ. από σπάσιμο
- ⮡ The tree fell with a crash.
- Το δέντρο έπεσε με πάταγο.
- ⮡ the crash of a falling tree - ο βρόντος ενός δέντρου που πέφτει
- ⮡ The tree fell with a crash.
- το κραχ στην οικονομία
- ⮡ the great crash of 1929 - το μεγάλο κραχ του 1929
- (πληροφορική) η κατάρρευση υπολογιστικού συστήματος
- ⮡ a crash in the electronic voting system - κατάρρευση του ηλεκτρονικού συστήματος ψηφοφορίας
- μια ομάδα ρινόκερων
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | crash |
γ΄ ενικό ενεστώτα | crashes |
αόριστος | crashed |
παθητική μετοχή | crashed |
ενεργητική μετοχή | crashing |
crash (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) συντρίβω, τρακάρω, συγκρούομαι, πέφτω, ρίχνω
- ⮡ The waves crashed the boat into the rocks.
- Τα κύματα συντρίψανε τη βάρκα στα βράχια.
- ⮡ The car crashed into a tree.
- Το αυτοκίνητο συντρίφτηκε σ' ένα δέντρο.
- ⮡ He crashed into a tree.
- Τράκαρε σ' ένα δέντρο.
- ⮡ Two motorcycles crashed.
- Τρακάρισαν δύο μοτοσικλέτες.
- ⮡ The two cars crashed.
- Τα δύο αυτοκίνητα συγκρούστηκαν.
- ⮡ The airplane crashed into the mountain and broke apart.
- Το αεροπλάνο έπεσε στο βουνό και τσακίστηκε.
- ⮡ He crashed his car into a wall.
- Έριξε τ' αυτοκίνητο του σ' έναν τοίχο.
- ≈ συνώνυμα: run into
- ⮡ The waves crashed the boat into the rocks.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) χτυπάω, σπάζω, θρυμματίζομαι με πάταγο, χτυπάω κάτι δυνατά ενώ κινούμαι, προκαλώντας θόρυβο ή/και ζημιά
- ⮡ The shutters were crashing against the wall.
- Τα παντζούρια χτυπούσαν στον τοίχο.
- ⮡ The waves were crashing against the rocks.
- Τα κύματα έσπαζαν στα βράχια.
- ⮡ The glass panel came crashing down.
- Η τζαμαρία θρυμματίστηκε με πάταγο.
- ⮡ The shutters were crashing against the wall.
- (αμετάβατο) χρεοκοπώ, καταρρέω, πέφτω κατακόρυφα, για τιμές, μια επιχείρηση, μετοχές κτλ. που χάνουν αξία ή κλείνουν ξαφνικά και γρήγορα
- ⮡ Dozens of banks crashed.
- Δεκάδες τράπεζες χρεοκόπησαν.
- ⮡ Our economy is crashing.
- Καταρρέει η οικονομία μας.
- ⮡ Stock price crashed.
- Οι τιμές των μετοχών έπεσαν κατακόρυφα.
- ⮡ Dozens of banks crashed.
- καταρρέω (για υπολογιστή ή πρόγραμμα)
- πέφτω, καταρρέω μετά από την ευφορία που προκλήθηκε λόγω χρήσης ναρκωτικών
Πηγές
επεξεργασία- crash (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- crash (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- crash (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 853. ISBN 9780194325684., λήμμα: συντρίβω
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- crash < αγγλική
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
crash | crashs |
crash (fr) αρσενικό