Επίθετο

επεξεργασία

crash (en) (χωρίς παραθετικά)

  • εντατικός, πολύ γρήγορος
    ⮡  a crash course - εντατικά μαθήματα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
crash crashes

crash (en)

  1. η σύγκρουση, το δυστύχημα, ατύχημα στο οποίο ένα όχημα χτυπά κάτι άλλο
    ⮡  He was killed in a crash.
    Σκοτώθηκε σε μια σύγκρουση.
    ⮡  an air crash - αεροπορικό δυστύχημα
     συνώνυμα: wreck
  2. ο πάταγος, ο βρόντος, ο δυνατός θόρυβος, πχ. από σπάσιμο
    ⮡  The tree fell with a crash.
    Το δέντρο έπεσε με πάταγο.
    ⮡  the crash of a falling tree - ο βρόντος ενός δέντρου που πέφτει
  3. το κραχ στην οικονομία
    ⮡  the great crash of 1929 - το μεγάλο κραχ του 1929
  4. (πληροφορική) η κατάρρευση υπολογιστικού συστήματος
    ⮡  a crash in the electronic voting system - κατάρρευση του ηλεκτρονικού συστήματος ψηφοφορίας
  5. μια ομάδα ρινόκερων
ενεστώτας crash
γ΄ ενικό ενεστώτα crashes
αόριστος crashed
παθητική μετοχή crashed
ενεργητική μετοχή crashing

crash (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) συντρίβω, τρακάρω, συγκρούομαι, πέφτω, ρίχνω
    ⮡  The waves crashed the boat into the rocks.
    Τα κύματα συντρίψανε τη βάρκα στα βράχια.
    ⮡  The car crashed into a tree.
    Το αυτοκίνητο συντρίφτηκε σ' ένα δέντρο.
    ⮡  He crashed into a tree.
    Τράκαρε σ' ένα δέντρο.
    ⮡  Two motorcycles crashed.
    Τρακάρισαν δύο μοτοσικλέτες.
    ⮡  The two cars crashed.
    Τα δύο αυτοκίνητα συγκρούστηκαν.
    ⮡  The airplane crashed into the mountain and broke apart.
    Το αεροπλάνο έπεσε στο βουνό και τσακίστηκε.
    ⮡  He crashed his car into a wall.
    Έριξε τ' αυτοκίνητο του σ' έναν τοίχο.
     συνώνυμα: run into
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) χτυπάω, σπάζω, θρυμματίζομαι με πάταγο, χτυπάω κάτι δυνατά ενώ κινούμαι, προκαλώντας θόρυβο ή/και ζημιά
    ⮡  The shutters were crashing against the wall.
    Τα παντζούρια χτυπούσαν στον τοίχο.
    ⮡  The waves were crashing against the rocks.
    Τα κύματα έσπαζαν στα βράχια.
    ⮡  The glass panel came crashing down.
    Η τζαμαρία θρυμματίστηκε με πάταγο.
  3. (αμετάβατο) χρεοκοπώ, καταρρέω, πέφτω κατακόρυφα, για τιμές, μια επιχείρηση, μετοχές κτλ. που χάνουν αξία ή κλείνουν ξαφνικά και γρήγορα
    ⮡  Dozens of banks crashed.
    Δεκάδες τράπεζες χρεοκόπησαν.
    ⮡  Our economy is crashing.
    Καταρρέει η οικονομία μας.
    ⮡  Stock price crashed.
    Οι τιμές των μετοχών έπεσαν κατακόρυφα.
  4. καταρρέω (για υπολογιστή ή πρόγραμμα)
  5. πέφτω, καταρρέω μετά από την ευφορία που προκλήθηκε λόγω χρήσης ναρκωτικών



  Ετυμολογία

επεξεργασία
crash < αγγλική

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
crash crashs

crash (fr) αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία