βρόντος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βρόντος | οι | βρόντοι |
γενική | του | βρόντου | των | βρόντων |
αιτιατική | τον | βρόντο | τους | βρόντους |
κλητική | βρόντε | βρόντοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βρόντος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβρόντος αρσενικό
- ο ήχος της βροντής
- (γενικότερα) κάθε πολύ δυνατός ήχος, κυρίως όταν συνοδεύεται και από δόνηση
- ※ Γι’ αυτή το πέρασμα του καιρού το μετρά ο βρόντος του αργαλειού της κάτω στο ανήλιαγο και απάτωτο κατώγι. (Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Ο Πύργος του Ακροπόταμου )
- ※ Καλύτερα, λεβέντη μου, τη μάχη ν' αποφεύγεις / παρά να κάνεις ταρζανιές, παλικαριές στο βρόντο (Ομήρου Ιλιάδα του Μιχάλη Γκανά, 2019)
Εκφράσεις
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βρόντος