πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βροντή οι βροντές
      γενική της βροντής των βροντών
    αιτιατική τη βροντή τις βροντές
     κλητική βροντή βροντές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

βροντή θηλυκό

  1. (μετεωρολογία) δυνατός κι εξακολουθητικός κρότος που ακούγεται μετά από την εμφάνιση μιας αστραπής
      Βροντές μακρινές ακούστηκαν· μύρισε ο αγέρας βροχή. (Νίκος Καζαντζάκης, Ο φτωχούλης του Θεού, 1954 [μυθιστόρημα])
  2. οποιοσδήποτε δυνατός κρότος ή θόρυβος

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
 ετυμολογικό πεδίο 
βροντ- 

και

Μεταφράσεις

επεξεργασία



Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βροντή αἱ βρονταί
      γενική τῆς βροντῆς τῶν βροντῶν
      δοτική τῇ βροντ ταῖς βρονταῖς
    αιτιατική τὴν βροντήν τὰς βροντᾱ́ς
     κλητική ! βροντή βρονταί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βροντᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  βρονταῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
βροντή < *βρομ-τή, μεταπτωτική βαθμίδα του ρήματος βρέμω [1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.