Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βροντή οι βροντές
      γενική της βροντής των βροντών
    αιτιατική τη βροντή τις βροντές
     κλητική βροντή βροντές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βροντή < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βροντή < βρέμω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vɾonˈdi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βρο‐ντή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βροντή θηλυκό

  1. (μετεωρολογία) δυνατός κι εξακολουθητικός κρότος που ακούγεται μετά από την εμφάνιση μιας αστραπής
    ※  Βροντές μακρινές ακούστηκαν· μύρισε ο αγέρας βροχή. (Νίκος Καζαντζάκης, Ο φτωχούλης του Θεού, 1954 [μυθιστόρημα])
  2. οποιοσδήποτε δυνατός κρότος ή θόρυβος

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
βροντ- 

και

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βροντή < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βροντή < βρέμω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βροντή θηλυκό

  1. (μετεωρολογία) η βροντή
  2. κάθε δυνατός κρότος

Συγγενικά επεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
βροντ- 

και

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βροντή αἱ βρονταί
      γενική τῆς βροντῆς τῶν βροντῶν
      δοτική τῇ βροντ ταῖς βρονταῖς
    αιτιατική τὴν βροντήν τὰς βροντᾱ́ς
     κλητική ! βροντή βρονταί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βροντᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  βρονταῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βροντή < *βρομ-τή, μεταπτωτική βαθμίδα του ρήματος βρέμω [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βροντή θηλυκό

  1. (μετεωρολογία) η βροντή
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 21 (Φ. Μάχη παραποτάμιος.), στίχ. 199
    Διὸς μεγάλοιο κεραυνὸν δεινήν τε βροντήν
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  2. (μεταφορικά) μεγάλη έκπληξη, κατάπληξη

Άλλες μορφές επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
βροντ- 

βροντ- → δείτε και τη λέξη βρέμω

και

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία