αστραπή
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αστραπή | οι | αστραπές |
γενική | της | αστραπής | των | αστραπών |
αιτιατική | την | αστραπή | τις | αστραπές |
κλητική | αστραπή | αστραπές | ||
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αστραπή < αρχαία ελληνική ἀστραπή
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.stɾaˈpi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐στρα‐πή
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αστραπή θηλυκό
- (μετεωρολογία) το στιγμιαίο φωτεινό φαινόμενο που συνοδεύει τον κεραυνό
- (μεταφορικά) κάτι που γίνεται γρήγορα κι έχει μικρή διάρκεια
- ※ Μας έρριξε στο δρόμο προς τη χώρα / με γρήγορο το χέρι ως αστραπή. / Μαζί στον κόσμο μα μονάχοι τώρα, / μια μοναξιά σαν τάφου σιωπή. (Μαρία Πολυδούρη, (Κ’ ήρθε μοιραία...), από την ποιητική συλλογή Οι Τρίλλιες που Σβήνουν)
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
αστραπή
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- καθαρός ουρανός, αστραπές δε φοβάται: ο άνθρωπος με τιμιότητα και ειλικρίνεια δε φοβάται την κριτική των άλλων