Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το περιβάλλον τα περιβάλλοντα
      γενική του περιβάλλοντος των περιβαλλόντων
    αιτιατική το περιβάλλον τα περιβάλλοντα
     κλητική περιβάλλον περιβάλλοντα
Κατηγορία όπως «μέλλον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιβάλλον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής περιβάλλων < περιβάλλω, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική environment [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

περιβάλλον ουδέτερο

  1. το σύνολο των φυσικών και πολιτιστικών συνθηκών μέσα στις οποίες ζουν και αναπτύσσονται οι ζώντες οργανισμοί
    η προστασία του περιβάλλοντος
  2. (μεταφορικά) ο κοινωνικός χώρος μέσα στον οποίο ζει κανείς
  3. το στενό περιβάλλον: το σύνολο των οικείων προσώπων ενός ανθρώπου
  4. (πληροφορική) το υλικό (hardware), το λογισμικό (software) και οι αντίστοιχες παραμετροποιήσεις τους σε ένα υπολογιστικό σύστημα

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τις λέξεις περί και βάλλω

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία

περιβάλλον

  Αναφορές επεξεργασία