Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παραμετροποίηση οι παραμετροποιήσεις
      γενική της παραμετροποίησης των παραμετροποιήσεων
    αιτιατική την παραμετροποίηση τις παραμετροποιήσεις
     κλητική παραμετροποίηση παραμετροποιήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραμετροποίηση (νεολογισμός) < (παραμετροποιώ) παραμετροποιη- + -ση. Μορφολογικά αναλύεται σε παρα- + μετρο- + -ποίηση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παραμετροποίηση θηλυκό

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παραμετροποιώ
  2. (πληροφορική) → δείτε τις λέξεις ρύθμιση και διαμόρφωση

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία