Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

παραμετροποιήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παραμετροποιώ
  2. θα παραμετροποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παραμετροποιώ

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

παραμετροποιήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του παραμετροποίηση