πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαμόρφωση οι διαμορφώσεις
      γενική της διαμόρφωσης* των διαμορφώσεων
    αιτιατική τη διαμόρφωση τις διαμορφώσεις
     κλητική διαμόρφωση διαμορφώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαμορφώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

διαμόρφωση θηλυκό

  1. το να δίνεται μορφή
  2. (πληροφορική) configuration: προσαρμογή, βλ. ρύθμιση
      [...] θα δούμε πώς μπορούμε να κάνουμε το Git να λειτουργεί με πιο εξατομικευμένο τρόπο, εισάγοντας αρκετές σημαντικές ρυθμίσεις διαμόρφωσης [...]» (Pro Git 2nd ed. Edition) [2]
  3. (πληροφορική) format: η αρχικοποίηση ενός αποθηκευτικού μαγνητικού μέσου μνήμης, συνήθως αναφέρεται σε σκληρό δίσκο
      Το πρόβλημα είναι, όμως, πως αν κάνουμε διαμόρφωση (format) και επανεγκατάσταση του λειτουργικού συστήματος, τα προσωπικά μας αρχεία θα διαγραφούν. [3]

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία