διάπλαση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διάπλαση | οι | διαπλάσεις |
γενική | της | διάπλασης* | των | διαπλάσεων |
αιτιατική | τη | διάπλαση | τις | διαπλάσεις |
κλητική | διάπλαση | διαπλάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαπλάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διάπλαση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διάπλα(σις) + -ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιάπλαση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρήματος διαπλάθω
- η διαμόρφωση του χαρακτήρα, του ήθους
- ↪ η διάπλαση των νέων
- η μορφή που έχει αποκτήσει κάτι
- ↪ κανονική σωματική διάπλαση
- η διαμόρφωση του χαρακτήρα, του ήθους
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διάπλαση