↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διάπλαση οι διαπλάσεις
      γενική της διάπλασης* των διαπλάσεων
    αιτιατική τη διάπλαση τις διαπλάσεις
     κλητική διάπλαση διαπλάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαπλάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διάπλαση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διάπλα(σις) + -ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διάπλαση θηλυκό

  • η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρήματος διαπλάθω
    1. η διαμόρφωση του χαρακτήρα, του ήθους
      η διάπλαση των νέων
    2. η μορφή που έχει αποκτήσει κάτι
      κανονική σωματική διάπλαση

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία