Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

mise en forme → δείτε τις λέξεις mise, en και forme

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
mise en forme mises en forme

mise en forme (fr) θηλυκό