ενικός         πληθυντικός  
format formats

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

format (en)

  1. (πληροφορική) το μορφότυπο, ο τύπος αρχείου
    ⮡  in digital formats - σε ψηφιακά μορφότυπα
  2. (πληροφορική, για σκληρό δίσκο) η διαμόρφωση

(μορφότυπα, επεκτάσεις αρχείων):

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • format στην αγγλική Βικιπαίδεια  



  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
format formats

format (fr) αρσενικό

  1. το φορμά, οι τυπικές διαστάσεις ενός αντικειμένου
  2. η μορφή, ο τρόπος παρουσίασης

Συγγενικά

επεξεργασία