Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιβάλλω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περιβάλλω. Συγχρονικά αναλύεται σε < περι- + βάλλω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pe.ɾiˈva.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ρι‐βάλ‐λω

  Ρήμα επεξεργασία

περιβάλλω, πρτ.: περιέβαλλα, αόρ.: περιέβαλα, παθ.φωνή: περιβάλλομαι, π.αόρ.: περιβλήθηκα, μτχ.π.π.: περιβεβλημένος/περιβλημένος

  1. βρίσκομαι ή είμαι τοποθετημένος γύρω από κάτι, το περικλείω
    Ο φράχτης περιβάλλει τον κήπο.
  2. καλύπτω ή βρίσκομαι γύρω από κάτι/κάποιον για την προστασία του
    Ο καθηγητής πάντα μας περιέβαλλε με την αγάπη του.

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις περί και βάλλω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιβάλλω < περι- + βάλλω

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία