Ετυμολογία

επεξεργασία
περιβάλλω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περιβάλλω. Συγχρονικά αναλύεται σε < περι- + βάλλω

περιβάλλω, πρτ.: περιέβαλλα, αόρ.: περιέβαλα, παθ.φωνή: περιβάλλομαι, π.αόρ.: περιβλήθηκα, μτχ.π.π.: περιβεβλημένος/περιβλημένος

  1. βρίσκομαι ή είμαι τοποθετημένος γύρω από κάτι, το περικλείω
      Ο φράχτης περιβάλλει τον κήπο.
  2. καλύπτω ή βρίσκομαι γύρω από κάτι/κάποιον για την προστασία του
      Ο καθηγητής πάντα μας περιέβαλλε με την αγάπη του.

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία