ονοματοχώρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαονοματοχώρος αρσενικό
- (πληροφορική) η «περιοχή» (περιβάλλον) στην οποία το όνομα (αναγνωριστικό/identifier) μίας οντότητας είναι προσβάσιμο· όπως η μεταβλητή (variable) σε ένα υποπρόγραμμα, το όνομα υπολογιστή σε ένα δίκτυο, κλπ. Συνήθως η αναφορά στον ονοματοχώρο γίνεται με την σημειογραφία της τελείας (dot notation)
- στο Βικιλεξικό, τα λήμματα βρίσκονται στον ονοματοχώρο με κωδικό 0, οι κατηγορίες, στον ονοματοχώρο με κωδικό 14
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- (για μεταβλητή) εμβέλεια
- Οι ονοματοχώροι στο Βικιλεξικό