Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ονοματοχώρος οι ονοματοχώροι
      γενική του ονοματοχώρου των ονοματοχώρων
    αιτιατική τον ονοματοχώρο τους ονοματοχώρους
     κλητική ονοματοχώρε ονοματοχώροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ονοματοχώρος < όνομα, ονόματ(ος) + -ο- + χώρος, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική namespace

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ονοματοχώρος αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία