γρήγορα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γρήγορα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γρήγορα < γρήγορ(ος) + -α
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈɣɾi.ɣo.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γρή‐γο‐ρα
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
γρήγορα
- με μεγάλη ταχύτητα
- ↪ το αυτοκίνητο έτρεχε γρήγορα
- σε μικρό χρονικό διάστημα, σύντομα
- ↪ γρήγορα θά 'ρθει η άνοιξη
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
εκφράσεις:
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
γρήγορα
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
γρήγορα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του γρήγορος
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)Επεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- γρήγορα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].