βραδέως
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βραδέως < αρχαία ελληνική βραδέως
Επίρρημα επεξεργασία
βραδέως
Εκφράσεις επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βραδέως
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
βραδέως < βραδύς
Επίρρημα επεξεργασία
βραδέως
- (χρονικό) με βραδύτητα, με καθυστέρηση, αργά
- (κατ’ επέκταση), (για σκέψη ή για το μυαλό) με αργό τρόπο
Συνώνυμα επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
- σπεῦδε βραδέως: (λογοπαίγνιο με τις δύο έννοιες)