Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βραδέως < αρχαία ελληνική βραδέως

  Επίρρημα επεξεργασία

βραδέως

  1. με μικρή ταχύτητα, αργά

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βραδέως < βραδύς

  Επίρρημα επεξεργασία

βραδέως

  1. (χρονικό) με βραδύτητα, με καθυστέρηση, αργά
  2. (κατ’ επέκταση), (για σκέψη ή για το μυαλό) με αργό τρόπο

Συνώνυμα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία