πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περίσκεψη οι περισκέψεις
      γενική της περίσκεψης* των περισκέψεων
    αιτιατική την περίσκεψη τις περισκέψεις
     κλητική περίσκεψη περισκέψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, περισκέψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

περίσκεψη θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τις λέξεις σκέψη και σκέφτομαι

Μεταφράσεις

επεξεργασία