↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περίσκεπτος η περίσκεπτη το περίσκεπτο
      γενική του περίσκεπτου της περίσκεπτης του περίσκεπτου
    αιτιατική τον περίσκεπτο την περίσκεπτη το περίσκεπτο
     κλητική περίσκεπτε περίσκεπτη περίσκεπτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περίσκεπτοι οι περίσκεπτες τα περίσκεπτα
      γενική των περίσκεπτων των περίσκεπτων των περίσκεπτων
    αιτιατική τους περίσκεπτους τις περίσκεπτες τα περίσκεπτα
     κλητική περίσκεπτοι περίσκεπτες περίσκεπτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
περίσκεπτος < αρχαία ελληνική περίσκεπτος < περισκέπτομαι < περί + σκέπτομαι

  Επίθετο

επεξεργασία

περίσκεπτος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία