περίσκεπτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περίσκεπτος < αρχαία ελληνική περίσκεπτος < περισκέπτομαι < περί + σκέπτομαι
Επίθετο επεξεργασία
περίσκεπτος, -η, -ο
- (αρχαιοπρεπές) ο πολύ σκεπτικός, που έχει βυθιστεί σε σκέψεις
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
περίσκεπτος
|