Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκεπτικός η σκεπτική το σκεπτικό
      γενική του σκεπτικού της σκεπτικής του σκεπτικού
    αιτιατική τον σκεπτικό τη σκεπτική το σκεπτικό
     κλητική σκεπτικέ σκεπτική σκεπτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκεπτικοί οι σκεπτικές τα σκεπτικά
      γενική των σκεπτικών των σκεπτικών των σκεπτικών
    αιτιατική τους σκεπτικούς τις σκεπτικές τα σκεπτικά
     κλητική σκεπτικοί σκεπτικές σκεπτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκεπτικός < ελληνιστική κοινή σκεπτικός < αρχαία ελληνική σκέπτομαι < πρωτοελληνική *sképťomai < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *skep-ye- < *speḱ- (βλέπω, παρατηρώ)

  Επίθετο επεξεργασία

σκεπτικός, -ή, -ό

  1. (λόγιο) που σκέφτεται, που προβληματίζεται
    Μου φαίνεσαι σκεπτικός. Τι σε προβληματίζει;
     συνώνυμα: στοχαστικός
  2. (φιλοσοφία) που έχει σχέση με τον σκεπτικισμό, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν
  3. (ουσιαστικοποιημένο) σκεπτικός: οπαδός του σκεπτικισμού
  4. (ουσιαστικοποιημένο) σκεπτικό: η διαδικασία σκέψης που οδηγεί στη λήψη μιας απόφασης, ό,τι την αιτιολογεί

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία