Ετυμολογία

επεξεργασία
σκέφτομαι < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σκέπτομαι με ανομοίωση του τρόπου άρθρωσης [pt] > [ft].[1] Συγκρίνετε με το νεοελληνικό σκέπτομαι.

σκέφτομαι, αόρ.: σκέφτηκα (αποθετικό ρήμα)

  1. υποβάλλω κάτι σε νοητική επεξεργασία
      Τον σκέφτομαι συνεχώς.
  2. εξετάζω με το μυαλό μου διαφορετικές εκδοχές
      Σκέφτηκε μια πρωτότυπη λύση για το πρόβλημα των μαθηματικών.
     συνώνυμα: αναρωτιέμαι, διερωτώμαι
  3. εξετάζω θετικά την πιθανότητα να κάνω κάτι στο μέλλον
      Σκέφτομαι ν' αγοράσω καινούργιο αυτοκίνητο, αλλά διστάζω· είναι ακριβό.
     συνώνυμα: σκοπεύω

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

για τη σημασία: εξετάζω με το μυαλό μου

μερική συνωνυμία:

περιφραστικά:

για τη σημασία «σκέφτομαι έξυπνα»  δείτε την έκφραση κόβει το μυαλό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία