Ετυμολογία

επεξεργασία
σκέφτομαι < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σκέπτομαι με ανομοίωση του τρόπου άρθρωσης [pt] > [ft].[1] Συγκρίνετε με το νεοελληνικό σκέπτομαι.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈsce.fto.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκέ‐φτο‐μαι

σκέφτομαι, αόρ.: σκέφτηκα (αποθετικό ρήμα)

  1. υποβάλλω κάτι σε νοητική επεξεργασία
    ⮡  Τον σκέφτομαι συνεχώς.
  2. εξετάζω με το μυαλό μου διαφορετικές εκδοχές
    ⮡  Σκέφτηκε μια πρωτότυπη λύση για το πρόβλημα των μαθηματικών.
     συνώνυμα: αναρωτιέμαι, διερωτώμαι
  3. εξετάζω θετικά την πιθανότητα να κάνω κάτι στο μέλλον
    ⮡  Σκέφτομαι ν' αγοράσω καινούργιο αυτοκίνητο, αλλά διστάζω· είναι ακριβό.
     συνώνυμα: σκοπεύω

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

για τη σημασία: εξετάζω με το μυαλό μου

μερική συνωνυμία:

περιφραστικά:

για τη σημασία «σκέφτομαι έξυπνα» → δείτε την έκφραση κόβει το μυαλό

Συγγενικά

επεξεργασία
 ετυμολογικό πεδίο 
σκεφτ- σκεπτ- 

με σκεφτ- (στη δημοτική) ή και με σκεπτ- (λογιότεροι όροι, όπως στο σκέπτομαι)

→ δείτε και τα σύνθετα του σκέπτομαι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία