think
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | think |
γ΄ ενικό ενεστώτα | thinks |
αόριστος | thought |
παθητική μετοχή | thought |
ενεργητική μετοχή | thinking |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαthink (en)
- (μεταβατικό & αμετάβατο, όχι συνήθως στα continuous tenses) νομίζω, έχω μια συγκεκριμένη ιδέα ή άποψη για κάτι ή κάποιον
- ⮡ We thought you were outside.
- Νομίζαμε ότι βρισκόσασταν έξω.
- ⮡ The situation is worse than what I thought.
- Η κατάσταση είναι χειρότερη από όσο νόμιζα.
- ⮡ I thought it was you, but it appears I was mistaken.
- Νόμισα ότι ήσουν εσύ, αλλά φαίνεται πως γελάστηκα.
- ⮡ We thought you were outside.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) σκέφτομαι, φαντάζομαι, θεωρώ, χρησιμοποιώ το μυαλό μου για να προσπαθήσω να λύσω προβλήματα
- ⮡ I want to think about it.
- Θέλω να το σκεφτώ.
- ⮡ Will you at least think about it?
- Θα το σκεφτείτε τουλάχιστον;
- ⮡ To be honest, I have not thought about it like this.
- Για να είμαι ειλικρινής, δεν το έχω φανταστεί έτσι.
- ⮡ I want to think about it.
- (μεταβατικό & αμετάβατο, χωρίς παθητική φωνή) σκέφτομαι, φαντάζομαι, σχηματίζω μια ιδέα για κάτι
- (μεταβατικό) φαντάζομαι, υπολογίζω, αναμένω, περιμένω κάτι
- (μεταβατικό και αμετάβατο) νομίζω, σαν να, χρησιμοποιείται για να δείξω αβεβαιότητα για αυτό που λέω ή για να είμαι πιο ευγενικός
- ⮡ I think so.
- Έτσι νομίζω.
- ⮡ I don’t think so.
- Δεν το νομίζω.
- ⮡ I think we have met before.
- Σαν να έχουμε γνωριστεί/συναντηθεί και παλιότερα.
- ⮡ I think you are right.
- Σαν να έχεις δίκιο.
- ⮡ I think so.