ενεστώτας think over
γ΄ ενικό ενεστώτα thinks over
αόριστος thought over
παθητική μετοχή thought over
ενεργητική μετοχή thinking over

  Ετυμολογία

επεξεργασία
think over < → δείτε τις λέξεις think και over

think over (en)

  • σκέφτομαι κάτι προσεκτικά, γυροφέρνω, ειδικά πριν καταλήξω σε μια απόφαση
    ⮡  Give me some time to think it over.
    Δώσε μου χρόνο να το σκεφτώ.
    ⮡  Think it over and tell us.
    Σκεφτείτε το και πείτε μας.
    ⮡  He seems to be thinking it over but…
    Φαίνεται να το γυροφέρνει αλλά…
     συνώνυμα:  turn over