Δείτε επίσης: turnover
ενεστώτας turn over
γ΄ ενικό ενεστώτα turns over
αόριστος turned over
παθητική μετοχή turned over
ενεργητική μετοχή turning over

  Ετυμολογία

επεξεργασία
turn over < → δείτε τις λέξεις turn και over

turn over (en)

  1. γυρίζω, γυρίζω καπάκι, αλλάζω θέση ώστε η άλλη πλευρά να κοιτάζει προς τα έξω ή προς τα πάνω
    ⮡  Stop turning over in your bed!
    Πάψε να γυρίζεις στο κρεβάτι σου!
    ⮡  The car turned over.
    Το αυτοκίνητο γύρισε καπάκι.
  2. γυροφέρνω, σκέφτομαι κάτι προσεκτικά
    ⮡  He turned over the recent events in his mind.
    Γυρόφερε στο μυαλό του τα τελευταία γεγονότα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη think over