Δείτε επίσης: turn over
      ενικός         πληθυντικός  
turnover turnovers

  Ετυμολογία

επεξεργασία
turnover < turn + over

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

turnover (en)

  1. ο τζίρος
  2. (λογιστική) ο κύκλος εργασιών

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • turnover στην αγγλική Βικιπαίδεια