τζίρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τζίρος | οι | τζίροι |
γενική | του | τζίρου | των | τζίρων |
αιτιατική | τον | τζίρο | τους | τζίρους |
κλητική | τζίρε | τζίροι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τζίρος < ιταλική giro < λατινική gyrus < ελληνιστική κοινή γῦρος (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό
επεξεργασίατζίρος αρσενικό
- το ποσό που εισέπραξε μια επιχείρηση (π.χ. ένα εμπορικό κατάστημα) σε ένα χρονικό διάστημα
- όλα τα έσοδα από τις πωλήσεις.