τζιράρω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /d͡ziˈɾa.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τζι‐ρά‐ρω
Ρήμα επεξεργασία
τζιράρω, πρτ.: τζίραρα/τζιράριζα, αόρ.: τζίραρα/τζιράρισα (χωρίς παθητική φωνή)
- κινώ τα χρήματά μου με πολλαπλές εμπορικές συναλλαγές
- ※ Έχοντας μπει στα μυστικά της οικονομικής ζωής, τζιράρηζε [sic] πολύ επιδέξια το κεφάλαιό του στο Χρηματηστήριο, με αποτέλεσμα να αυγατίσει σημαντικά.
- Μ. Καραγάτσης, Γιούγκερμαν, 1938-1941
- ※ Έχοντας μπει στα μυστικά της οικονομικής ζωής, τζιράρηζε [sic] πολύ επιδέξια το κεφάλαιό του στο Χρηματηστήριο, με αποτέλεσμα να αυγατίσει σημαντικά.
Κλίση επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τζιράρω
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ τζιράρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας