εισπράττω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εισπράττω < αρχαία ελληνική εἰσπράττω< εις + πράττω
Ρήμα
επεξεργασίαεισπράττω
- παίρνω τα χρήματα που πληρώνει αυτός που αγόρασε αγαθά ή υπηρεσίες, για εξόφληση δανείων κλπ
- (γενικότερα) παίρνω, δέχομαι κάτι
- τους έκανα μια ευνοϊκότερη πρόταση αλλά πάλι εισέπραξα την άρνησή τους
- δέχομαι κάτι που έγινε ή ειπώθηκε με έναν ορισμένο τρόπο, ερμηνεύω
- το παιδί εισπράττει την κριτική από τη μητέρα του ως έλλειψη αποδοχής