ερμηνεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ερμηνεύω < αρχαία ελληνική ἑρμηνεύω < ἑρμηνεύς < προελληνική [1] (& (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική interpréter[2])
Ρήμα
επεξεργασίαερμηνεύω
- προσπαθώ να επεξηγήσω κάτι, βασιζόμενος στις δικές μου γνώσεις και πιστεύω
- (θέατρο, μουσική, κ.ά.) αποδίδω ένα έργο
- μεταφράζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.. Ή ετυμολόγηση Ἑρμῆς θεωρείται λαϊκή παρετυμολογία.
- ↑ ερμηνεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας