↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ετυμολόγηση οι ετυμολογήσεις
      γενική της ετυμολόγησης* των ετυμολογήσεων
    αιτιατική την ετυμολόγηση τις ετυμολογήσεις
     κλητική ετυμολόγηση ετυμολογήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ετυμολογήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ετυμολόγηση < ετυμολόγησις < ετυμολογώ + -σις < αρχαία ελληνική ἐτυμολογέω/ἐτυμολογῶ < ἔτυμος + λέγω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ετυμολόγηση θηλυκό

  1. η διερεύνηση της καταγωγής, της προέλευσης, της πορείας και της εξέλιξης μιας λέξης μέσα στο χρόνο
  2. το αποτέλεσμα και η δημοσιοποίηση αυτής της διερεύνησης
     συνώνυμα: ετυμολογία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη ετυμολογία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία