ετυμολογία
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ετυμολογία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐτυμολογία < ἔτυμος (αληθινός) + λέγω, (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική étymologie < λατινικά etymologia < ελληνιστική κοινή ἐτυμολογία[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.ti.mo.loˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐τυ‐μο‐λο‐γί‐α
- ομόηχο: ετοιμολογία
Ουσιαστικό
ετυμολογία θηλυκό
- η αναζήτηση του ετύμου των λέξεων δηλαδή της προέλευσης (πρώτης ρίζας) και της αρχικής τους σημασίας, το αποτέλεσμα και η δημοσιοποίηση της διερεύνησης της καταγωγής, της προέλευσης, της πορείας και της εξέλιξης μιας λέξης μέσα στο χρόνο
Συνώνυμα
Συγγενικά
- ετυμολόγημα
- ετυμολόγηση
- ετυμολογικά
- ετυμολογικός
- ετυμολόγος
- ετυμολογώ
- παρετυμολογία
- παρετυμολογικά / παρετυμολογικώς
- παρετυμολογικός
- παρετυμολογώ
- → δείτε τις λέξεις έτυμο και λέγω
Δείτε επίσης
Άλλες βικιπαίδειες:
- etymology στην αγγλική
- étymologie στη γαλλική
- Etymologie στη γερμανική
Μεταφράσεις
ετυμολογία
Αναφορές
- ↑ ετυμολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας