Ουσιαστικό

επεξεργασία

етимологија (sr) (λατινική γραφή: etimologija) θηλυκό

  1. η ετυμολογία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

етимологија (mk) θηλυκό

  1. η ετυμολογία