αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αναζήτηση | οι | αναζητήσεις |
γενική | της | αναζήτησης* | των | αναζητήσεων |
αιτιατική | την | αναζήτηση | τις | αναζητήσεις |
κλητική | αναζήτηση | αναζητήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναζητήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αναζήτηση < αρχαία ελληνική ἀναζήτησις < ἀναζητέω
Ουσιαστικό
επεξεργασίααναζήτηση θηλυκό
- επίμονη έρευνα για κάτι που έχει χαθεί ή για κάτι που θέλουμε να μάθουμε
- (μεταφορικά) έντονη επιθυμία