αναζητώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναζητώ < αρχαία ελληνική ἀναζητέω < ανά + ζητέω
Ρήμα
επεξεργασίααναζητώ, αναζητάω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναζητάω - αναζητώ | αναζητούσα - αναζήταγα | θα αναζητάω - αναζητώ | να αναζητάω - αναζητώ | αναζητώντας | |
β' ενικ. | αναζητάς - αναζητείς | αναζητούσες - αναζήταγες | θα αναζητάς - αναζητείς | να αναζητάς - αναζητείς | αναζήτα - αναζήταγε | |
γ' ενικ. | αναζητάει - αναζητά - αναζητεί | αναζητούσε - αναζήταγε | θα αναζητάει - αναζητά - αναζητεί | να αναζητάει - αναζητά - αναζητεί | ||
α' πληθ. | αναζητάμε - αναζητούμε | αναζητούσαμε - αναζητάγαμε | θα αναζητάμε - αναζητούμε | να αναζητάμε - αναζητούμε | ||
β' πληθ. | αναζητάτε - αναζητείτε | αναζητούσατε - αναζητάγατε | θα αναζητάτε - αναζητείτε | να αναζητάτε - αναζητείτε | αναζητάτε - αναζητείτε | |
γ' πληθ. | αναζητάν(ε) - αναζητούν(ε) | αναζητούσαν(ε) - αναζήταγαν - αναζητάγανε | θα αναζητάν(ε) - αναζητούν(ε) | να αναζητάν(ε) - αναζητούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναζήτησα | θα αναζητήσω | να αναζητήσω | αναζητήσει | ||
β' ενικ. | αναζήτησες | θα αναζητήσεις | να αναζητήσεις | αναζήτα - αναζήτησε | ||
γ' ενικ. | αναζήτησε | θα αναζητήσει | να αναζητήσει | |||
α' πληθ. | αναζητήσαμε | θα αναζητήσουμε | να αναζητήσουμε | |||
β' πληθ. | αναζητήσατε | θα αναζητήσετε | να αναζητήσετε | αναζητήστε | ||
γ' πληθ. | αναζήτησαν αναζητήσαν(ε) |
θα αναζητήσουν(ε) | να αναζητήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αναζητήσει | είχα αναζητήσει | θα έχω αναζητήσει | να έχω αναζητήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αναζητήσει | είχες αναζητήσει | θα έχεις αναζητήσει | να έχεις αναζητήσει | έχε αναζητημένο | |
γ' ενικ. | έχει αναζητήσει | είχε αναζητήσει | θα έχει αναζητήσει | να έχει αναζητήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αναζητήσει | είχαμε αναζητήσει | θα έχουμε αναζητήσει | να έχουμε αναζητήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αναζητήσει | είχατε αναζητήσει | θα έχετε αναζητήσει | να έχετε αναζητήσει | έχετε αναζητημένο | |
γ' πληθ. | έχουν αναζητήσει | είχαν αναζητήσει | θα έχουν αναζητήσει | να έχουν αναζητήσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) αναζητημένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) αναζητημένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) αναζητημένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) αναζητημένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναζητούμαι - αναζητιέμαι | αναζητιόμουν(α) | θα αναζητούμαι - αναζητιέμαι | να αναζητούμαι - αναζητιέμαι | ||
β' ενικ. | αναζητείσαι - αναζητιέσαι | αναζητιόσουν(α) | θα αναζητείσαι - αναζητιέσαι | να αναζητείσαι - αναζητιέσαι | ||
γ' ενικ. | αναζητείται - αναζητιέται | αναζητούνταν - αναζητιόταν(ε) | θα αναζητείται - αναζητιέται | να αναζητείται - αναζητιέται | ||
α' πληθ. | αναζητιόμαστε - αναζητούμαστε | αναζητιόμασταν - αναζητιόμαστε | θα αναζητιόμαστε - αναζητούμαστε | να αναζητιόμαστε - αναζητούμαστε | ||
β' πληθ. | αναζητείστε - αναζητιέστε - αναζητιόσαστε | αναζητιόσασταν - αναζητιόσαστε | θα αναζητείστε - αναζητιέστε - αναζητιόσαστε | να αναζητείστε - αναζητιέστε - αναζητιόσαστε | αναζητείστε - αναζητιέστε | |
γ' πληθ. | αναζητούνται - αναζητιούνται - αναζητιόνται | αναζητούνταν - αναζητιόνταν(ε) - αναζητιούνταν - αναζητιόντουσαν | θα αναζητούνται - αναζητιούνται - αναζητιόνται | να αναζητούνται - αναζητιούνται - αναζητιόνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναζητήθηκα | θα αναζητηθώ | να αναζητηθώ | αναζητηθεί | ||
β' ενικ. | αναζητήθηκες | θα αναζητηθείς | να αναζητηθείς | αναζητήσου | ||
γ' ενικ. | αναζητήθηκε | θα αναζητηθεί | να αναζητηθεί | |||
α' πληθ. | αναζητηθήκαμε | θα αναζητηθούμε | να αναζητηθούμε | |||
β' πληθ. | αναζητηθήκατε | θα αναζητηθείτε | να αναζητηθείτε | αναζητηθείτε | ||
γ' πληθ. | αναζητήθηκαν αναζητηθήκαν(ε) |
θα αναζητηθούν(ε) | να αναζητηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αναζητηθεί | είχα αναζητηθεί | θα έχω αναζητηθεί | να έχω αναζητηθεί | αναζητημένος | |
β' ενικ. | έχεις αναζητηθεί | είχες αναζητηθεί | θα έχεις αναζητηθεί | να έχεις αναζητηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αναζητηθεί | είχε αναζητηθεί | θα έχει αναζητηθεί | να έχει αναζητηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αναζητηθεί | είχαμε αναζητηθεί | θα έχουμε αναζητηθεί | να έχουμε αναζητηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αναζητηθεί | είχατε αναζητηθεί | θα έχετε αναζητηθεί | να έχετε αναζητηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αναζητηθεί | είχαν αναζητηθεί | θα έχουν αναζητηθεί | να έχουν αναζητηθεί |