ενεστώτας seek
γ΄ ενικό ενεστώτα seeks
αόριστος sought
παθητική μετοχή sought
ενεργητική μετοχή seeking
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

  Ετυμολογία

επεξεργασία

seek < (κληρονομημένο) μέση αγγλική seken

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /siːk/ (ΗΠΑ)

seek (en)