seek
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | seek |
γ΄ ενικό ενεστώτα | seeks |
αόριστος | sought |
παθητική μετοχή | sought |
ενεργητική μετοχή | seeking |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ετυμολογία
επεξεργασίαseek < (κληρονομημένο) μέση αγγλική seken
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασία- (μεταβατικό και αμετάβατο) ζητάω, αναζητώ, ψάχνω κάποιον ή κάτι
- ⮡ We sought refuge from the rain.
- Ζητήσαμε καταφύγιο από τη βροχή.
- ⮡ The police are seeking the child who has gone missing.
- Η αστυνομία αναζητάει το παιδί που χάθηκε.
- ⮡ We sought refuge from the rain.
- (μεταβατικό) ζητάω, αναζητώ από κάποιον κάτι· επιδιώκω, επιζητώ, προσπαθώ να αποκτήσω ή να πετύχω κάτι
- ⮡ I am seeking your advice.
- Ζητώ τη συμβουλή σας.
- ⮡ They sought employment.
- Αναζήτησαν δουλειά.
- ⮡ I never sought public office.
- Ποτέ μου δεν επιδίωξα δημόσια αξιώματα.
- ⮡ She seeks perfection.
- Επιζητεί την τελειότητα.
- ⮡ I am seeking your advice.
- (αμετάβατο) επιδιώκω, επιχειρώ, προσπαθώ να κάνω κάτι
- ⮡ Russia sought to carve up the Ottoman Empire.
- Οι Ρώσοι επιδίωξαν να διαμελίσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
- ⮡ They sought to mislead us.
- Επιχείρησαν να μας παραπλανήσουν.
- ⮡ Russia sought to carve up the Ottoman Empire.