seek
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | seek |
γ΄ ενικό ενεστώτα | seeks |
αόριστος | sought |
παθητική μετοχή | sought |
ενεργητική μετοχή | seeking |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ετυμολογία
επεξεργασίαseek < (κληρονομημένο) μέση αγγλική seken
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαseek (en)