ενεστώτας seek
γ΄ ενικό ενεστώτα seeks
αόριστος sought
παθητική μετοχή sought
ενεργητική μετοχή seeking
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

  Ετυμολογία

επεξεργασία

seek < (κληρονομημένο) μέση αγγλική seken

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /siːk/ (ΗΠΑ)

seek (en) (επίσημο)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) ζητάω, αναζητώ, ψάχνω κάποιον ή κάτι
    ⮡  We sought refuge from the rain.
    Ζητήσαμε καταφύγιο από τη βροχή.
    ⮡  The police are seeking the child who has gone missing.
    Η αστυνομία αναζητάει το παιδί που χάθηκε.
  2. (μεταβατικό) ζητάω, αναζητώ από κάποιον κάτι· επιδιώκω, επιζητώ, προσπαθώ να αποκτήσω ή να πετύχω κάτι
    ⮡  I am seeking your advice.
    Ζητώ τη συμβουλή σας.
    ⮡  They sought employment.
    Αναζήτησαν δουλειά.
    ⮡  I never sought public office.
    Ποτέ μου δεν επιδίωξα δημόσια αξιώματα.
    ⮡  She seeks perfection.
    Επιζητεί την τελειότητα.
  3. (αμετάβατο) επιδιώκω, επιχειρώ, προσπαθώ να κάνω κάτι
    ⮡  Russia sought to carve up the Ottoman Empire.
    Οι Ρώσοι επιδίωξαν να διαμελίσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
    ⮡  They sought to mislead us.
    Επιχείρησαν να μας παραπλανήσουν.

Παράγωγα

επεξεργασία