ζητάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ζητάω < ζητ(ώ) + -άω κατά το τρίτο πρόσωπο σε -άει < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική ζητῶ, συνηρημένου τύπου του ζητέω[1]
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαζητάω/ζητώ, αόρ.: ζήτησα, παθ.φωνή: ζητιέμαι/ζητούμαι, π.αόρ.: ζητήθηκα, μτχ.π.π.: ζητημένος
- (από κάποιον κάτι)
- λέω (με τόνο επιτακτικό, παρακλητικό ή ουδέτερο) σε κάποιον να μου δώσει κάτι
- της ζήτησε ένα ποτήρι νερό
- λέω (με τόνο επιτακτικό, παρακλητικό ή ουδέτερο) σε κάποιον να ικανοποιήσει μια επιθυμία μου
- σας ζήτησα να κάνετε ησυχία
- λέω (με τόνο επιτακτικό, παρακλητικό ή ουδέτερο) σε κάποιον να μου δώσει κάτι
- ψάχνω να βρω κάτι που χρειάζομαι, αναζητώ κάτι (υλικό ή άυλο)
- ζητάω πληροφορίες
- ο φιλόσοφος ζητάει απαντήσεις στα ερωτήματα που βασανίζουν ολόκληρη την ανθρωπότητα
- ζητώ μεταχειρισμένο αυτοκίνητο πενταετίας σε καλή κατάσταση
- ζητιέται πολύ αυτό το προϊόν· οι πωλήσεις είναι στα ύψη
- κάνω πρόταση γάμου σε κάποιαν ή ζητώ από τους γονείς της την άδεια να την παντρευτώ
- θα πάω στο σπίτι της το βράδυ να τη ζητήσω
Συνώνυμα
επεξεργασία- αιτούμαι (λόγιο)
- γυρεύω
- εξαιτούμαι
- ικετεύω
- παραγγέλνω (λογοτεχνικό)
- παρακαλώ
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- ζητώ συγγνώμη: παρακαλώ κάποιον να με συγχωρέσει
- ζητάω από κάποιον το λόγο
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ζητάω - ζητώ | ζητούσα - ζήταγα | θα ζητάω - ζητώ | να ζητάω - ζητώ | ζητώντας | |
β' ενικ. | ζητάς - ζητείς | ζητούσες - ζήταγες | θα ζητάς - ζητείς | να ζητάς - ζητείς | ζήτα - ζήταγε | |
γ' ενικ. | ζητάει - ζητά - ζητεί | ζητούσε - ζήταγε | θα ζητάει - ζητά - ζητεί | να ζητάει - ζητά - ζητεί | ||
α' πληθ. | ζητάμε - ζητούμε | ζητούσαμε - ζητάγαμε | θα ζητάμε - ζητούμε | να ζητάμε - ζητούμε | ||
β' πληθ. | ζητάτε - ζητείτε | ζητούσατε - ζητάγατε | θα ζητάτε - ζητείτε | να ζητάτε - ζητείτε | ζητάτε - ζητείτε | |
γ' πληθ. | ζητάν(ε) - ζητούν(ε) | ζητούσαν(ε) - ζήταγαν - ζητάγανε | θα ζητάν(ε) - ζητούν(ε) | να ζητάν(ε) - ζητούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ζήτησα | θα ζητήσω | να ζητήσω | ζητήσει | ||
β' ενικ. | ζήτησες | θα ζητήσεις | να ζητήσεις | ζήτα - ζήτησε | ||
γ' ενικ. | ζήτησε | θα ζητήσει | να ζητήσει | |||
α' πληθ. | ζητήσαμε | θα ζητήσουμε | να ζητήσουμε | |||
β' πληθ. | ζητήσατε | θα ζητήσετε | να ζητήσετε | ζητήστε | ||
γ' πληθ. | ζήτησαν ζητήσαν(ε) |
θα ζητήσουν(ε) | να ζητήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ζητήσει | είχα ζητήσει | θα έχω ζητήσει | να έχω ζητήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ζητήσει | είχες ζητήσει | θα έχεις ζητήσει | να έχεις ζητήσει | έχε ζητημένο | |
γ' ενικ. | έχει ζητήσει | είχε ζητήσει | θα έχει ζητήσει | να έχει ζητήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ζητήσει | είχαμε ζητήσει | θα έχουμε ζητήσει | να έχουμε ζητήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ζητήσει | είχατε ζητήσει | θα έχετε ζητήσει | να έχετε ζητήσει | έχετε ζητημένο | |
γ' πληθ. | έχουν ζητήσει | είχαν ζητήσει | θα έχουν ζητήσει | να έχουν ζητήσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ζητημένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ζητημένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ζητημένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ζητημένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ζητούμαι - ζητιέμαι | ζητιόμουν(α) | θα ζητούμαι - ζητιέμαι | να ζητούμαι - ζητιέμαι | ||
β' ενικ. | ζητείσαι - ζητιέσαι | ζητιόσουν(α) | θα ζητείσαι - ζητιέσαι | να ζητείσαι - ζητιέσαι | ||
γ' ενικ. | ζητείται - ζητιέται | ζητούνταν - ζητιόταν(ε) | θα ζητείται - ζητιέται | να ζητείται - ζητιέται | ||
α' πληθ. | ζητιόμαστε - ζητούμαστε | ζητιόμασταν - ζητιόμαστε | θα ζητιόμαστε - ζητούμαστε | να ζητιόμαστε - ζητούμαστε | ||
β' πληθ. | ζητείστε - ζητιέστε - ζητιόσαστε | ζητιόσασταν - ζητιόσαστε | θα ζητείστε - ζητιέστε - ζητιόσαστε | να ζητείστε - ζητιέστε - ζητιόσαστε | ζητείστε - ζητιέστε | |
γ' πληθ. | ζητούνται - ζητιούνται - ζητιόνται | ζητούνταν - ζητιόνταν(ε) - ζητιούνταν - ζητιόντουσαν | θα ζητούνται - ζητιούνται - ζητιόνται | να ζητούνται - ζητιούνται - ζητιόνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ζητήθηκα | θα ζητηθώ | να ζητηθώ | ζητηθεί | ||
β' ενικ. | ζητήθηκες | θα ζητηθείς | να ζητηθείς | ζητήσου | ||
γ' ενικ. | ζητήθηκε | θα ζητηθεί | να ζητηθεί | |||
α' πληθ. | ζητηθήκαμε | θα ζητηθούμε | να ζητηθούμε | |||
β' πληθ. | ζητηθήκατε | θα ζητηθείτε | να ζητηθείτε | ζητηθείτε | ||
γ' πληθ. | ζητήθηκαν ζητηθήκαν(ε) |
θα ζητηθούν(ε) | να ζητηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ζητηθεί | είχα ζητηθεί | θα έχω ζητηθεί | να έχω ζητηθεί | ζητημένος | |
β' ενικ. | έχεις ζητηθεί | είχες ζητηθεί | θα έχεις ζητηθεί | να έχεις ζητηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ζητηθεί | είχε ζητηθεί | θα έχει ζητηθεί | να έχει ζητηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ζητηθεί | είχαμε ζητηθεί | θα έχουμε ζητηθεί | να έχουμε ζητηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ζητηθεί | είχατε ζητηθεί | θα έχετε ζητηθεί | να έχετε ζητηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ζητηθεί | είχαν ζητηθεί | θα έχουν ζητηθεί | να έχουν ζητηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ζητάω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ζητάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας