Δείτε επίσης: ζητέω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζητάω < ζητ(ώ) + -άω κατά το τρίτο πρόσωπο σε -άει < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική ζητῶ, συνηρημένου τύπου του ζητέω[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ziˈta.o/

ζητάω/ζητώ, αόρ.: ζήτησα, παθ.φωνή: ζητιέμαι/ζητούμαι, π.αόρ.: ζητήθηκα, μτχ.π.π.: ζητημένος

  1. (από κάποιον κάτι)
    1. λέω (με τόνο επιτακτικό, παρακλητικό ή ουδέτερο) σε κάποιον να μου δώσει κάτι
      της ζήτησε ένα ποτήρι νερό
    2. λέω (με τόνο επιτακτικό, παρακλητικό ή ουδέτερο) σε κάποιον να ικανοποιήσει μια επιθυμία μου
      σας ζήτησα να κάνετε ησυχία
  2. ψάχνω να βρω κάτι που χρειάζομαι, αναζητώ κάτι (υλικό ή άυλο)
    ζητάω πληροφορίες
    ο φιλόσοφος ζητάει απαντήσεις στα ερωτήματα που βασανίζουν ολόκληρη την ανθρωπότητα
    ζητώ μεταχειρισμένο αυτοκίνητο πενταετίας σε καλή κατάσταση
    ζητιέται πολύ αυτό το προϊόν· οι πωλήσεις είναι στα ύψη
  3. κάνω πρόταση γάμου σε κάποιαν ή ζητώ από τους γονείς της την άδεια να την παντρευτώ
    θα πάω στο σπίτι της το βράδυ να τη ζητήσω

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • ζητώ συγγνώμη: παρακαλώ κάποιον να με συγχωρέσει
  • ζητάω από κάποιον το λόγο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία