Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
request requests

request (en)

  1. η αίτηση, το αίτημα
    ⮡  a request for help - αίτηση για βοήθεια
    ⮡  They satisfied the workers’ requests for a raise.
    Ικανοποίησαν τα εργατικά αιτήματα για αύξηση.
  2. (δίκτυο υπολογιστών) αίτημα [1]
    ※  The web server must answer every HTTP request, at least with an error message [2]
    Ο εξυπηρετητής περιεχομένου πρέπει να απαντά σε κάθε αίτημα HTTP, τουλάχιστον με ένα μήνυμα σφάλματος (Απόδοση: το Βικιλεξικό.)
    ※  The messages sent by the client, usually a Web browser, are called requests and the messages sent by the server as an answer are called responses [3]
    Τα μηνύματα που αποστέλλονται από τον πελάτη, συνήθως ένα πρόγραμμα περιήγησης στο Web, καλούνται αιτήματα και τα μηνύματα που αποστέλλονται από τον διακομιστή ως απάντηση ονομάζονται αποκρίσεις (Απόδοση: το Βικιλεξικό.)
     αντώνυμα: response
    συντομογραφία: REQ[1], Rq

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία
ενεστώτας request
γ΄ ενικό ενεστώτα requests
αόριστος requested
παθητική μετοχή requested
ενεργητική μετοχή requesting

request (en) (επίσημο)

  • ζητάω, αιτούμαι, αιτώ
    ⮡  He requested permission to leave.
    Ζήτησε άδεια να φύγει.
    ⮡  What guarantees are you providing for the requested money?
    Τι εγγυήσεις παρέχεις για τα ζητούμενα χρήματα;
    ⮡  Roulette is one of the most requested gambling games.
    Η ρουλέτα είναι ένα από τα πιο ζητημένα παιχνίδια τζόγου.
    ⮡  I request adjournment of the court.
    Αιτούμαι την αναβολή του δικαστηρίου.

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 «αίτημα», «συνδεσιστρεφής» από αναζήτηση « request» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
  2. (αγγλικά) What is a web server?. Προσπέλαση 2021-03-14
  3. (αγγλικά) An overview of HTTP. Προσπέλαση 2021-03-20