ενικός         πληθυντικός  
client clients

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

client (en)

  1. ο πελάτης
    ⮡  The bank is restructuring its clients’ debts to help them.
    Η τράπεζα αναδιαρθρώνει τα χρέη των πελατών της για να τους βοηθήσει.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη customer
  2. (πληροφορική) η συντόμευση του client application
  3. (πληροφορική) ο πελάτης, πρόγραμμα ή υπολογιστής που ζητά υπηρεσίες (πχ. πληροφορίες) από έναν εξυπηρετητή (server)
     αντώνυμα: server
    υπερώνυμα: (αρχιτεκτονική) client-server
    υπώνυμα: client-side, client application



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό client clients
θηλυκό cliente clientes

client (fr)

  1. ο πελάτης
  2. (πληροφορική) ο πελάτης, πρόγραμμα ή υπολογιστής που εξυπηρετείται από έναν εξυπηρετητή (serveur)

Συγγενικά

επεξεργασία