πελάτης
![]() |
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | πελάτης | πελάτες |
γενική | πελάτη | πελατών |
αιτιατική | πελάτη | πελάτες |
κλητική | πελάτη | πελάτες |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πελάτης < αρχαία ελληνική πελάτης < πελάζω < πέλας < πρωτοελληνική *pélas < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pélh₂-s < *pelh₂- (πλησιάζω)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πελάτης αρσενικό (θηλυκό: πελάτισσα)
- ο εξυπηρετούμενος, ο αγοραστής που επισκέπτεται ένα κατάστημα ή έναν ελεύθερο επαγγελματία για να αγοράσει αγαθά ή υπηρεσίες
- αυτός που συχνάζει σε ένα κατάστημα
- (πληροφορική) πρόγραμμα-πελάτης, υπολογιστής-πελάτης: ο υπολογιστής ή το πρόγραμμα που συνδέεται σε έναν εξυπηρετητή (server), για να αντλήσει δεδομένα
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πελάτης
|
|