kliento
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kliento | klientoj |
αιτιατική | klienton | klientojn |
kliento (eo)
- ο πελάτης
Ίντο (io)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαkliento (io)
- ο πελάτης