πελατεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πελατεία < πελάτ(ης) + -εία < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική clientèle
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pe.laˈti.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐λα‐τεί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπελατεία θηλυκό, μόνο στον ενικό
- οι καταναλωτές ή οι αγοραστές των προϊόντων ενός καταστήματος, μιας επιχείρησης κ.λπ. ή οι άνθρωποι που χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες ενός ελεύθερου επαγγελματία
- γιατρός με πελατεία από το χώρο των ηθοποιών
- οι άνθρωποι που υποστηρίζουν κάποιον με σκοπό να τους ανταποδώσει διάφορες εξυπηρετήσεις