ψηφοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψηφοφόρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ψηφοφόρος < (ψῆφος) ψήφ(ος) + -ο- + -φόρος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψηφοφόρος αρσενικό ή θηλυκό
- ο πολίτης που συμμετέχει σε μια ψηφοφορία
- αυτός που ψηφίζει υπέρ ενός κόμματος ή υποψηφίου
- ⮡ οι ψηφοφόροι του κυβερνητικού κόμματος βγήκαν να πανηγυρίσουν για τη νίκη τους στις εκλογές