Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ψηφοφόρος οι ψηφοφόροι
      γενική του/της ψηφοφόρου των ψηφοφόρων
    αιτιατική τον/την ψηφοφόρο τους/τις ψηφοφόρους
     κλητική ψηφοφόρε ψηφοφόροι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψηφοφόρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ψηφοφόρος < (ψῆφος) ψήφ(ος) + -ο- + -φόρος
 
Ψηφοφόρος, την ώρα που ρίχνει τον φάκελο στην κάλπη.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψηφοφόρος αρσενικό ή θηλυκό

  1. ο πολίτης που συμμετέχει σε μια ψηφοφορία
  2. αυτός που ψηφίζει υπέρ ενός κόμματος ή υποψηφίου
    οι ψηφοφόροι του κυβερνητικού κόμματος βγήκαν να πανηγυρίσουν για τη νίκη τους στις εκλογές

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία