Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πελατειακός η πελατειακή το πελατειακό
      γενική του πελατειακού της πελατειακής του πελατειακού
    αιτιατική τον πελατειακό την πελατειακή το πελατειακό
     κλητική πελατειακέ πελατειακή πελατειακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πελατειακοί οι πελατειακές τα πελατειακά
      γενική των πελατειακών των πελατειακών των πελατειακών
    αιτιατική τους πελατειακούς τις πελατειακές τα πελατειακά
     κλητική πελατειακοί πελατειακές πελατειακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πελατειακός < πελατεί(α) + -ακός[1]

  Επίθετο επεξεργασία

πελατειακός, -ή, -ό

  1. σχετικός με την πελατεία ή με τον πελάτη
  2. (πολιτική) που αποσκοπεί στην αύξηση της επιρροής κάποιου χάρη σε δημαγωγικά μέσα ή την διανομή προνομίων

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία