δημαγωγικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δημαγωγικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δημαγωγικός < δημαγωγ(ός) + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαδημαγωγικός, -ή, -ό
- χαρακτηριστικός της δημαγωγίας
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη δημαγωγός
Μεταφράσεις
επεξεργασία δημαγωγικός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δημαγωγικός < δημαγωγ(ός) + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαδημαγωγικός, -ή, -όν
- χαρακτηριστικός της δημαγωγίας, δημαγωγικός
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη δημαγωγός
Πηγές
επεξεργασία- δημαγωγικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δημαγωγικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.