↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η δημαγωγός οι δημαγωγοί
      γενική του/της δημαγωγού των δημαγωγών
    αιτιατική τον/τη δημαγωγό τους/τις δημαγωγούς
     κλητική δημαγωγέ δημαγωγοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δημαγωγός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δημαγωγός (ουσιαστικό) < (δῆμος) δημ- + -αγωγός (ἀγωγός < ἄγω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði.ma.ɣoˈɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δη‐μα‐γω‐γός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δημαγωγός αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις δήμος και άγω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δημαγωγός οἱ δημαγωγοί
      γενική τοῦ δημαγωγοῦ τῶν δημαγωγῶν
      δοτική τῷ δημαγωγ τοῖς δημαγωγοῖς
    αιτιατική τὸν δημαγωγόν τοὺς δημαγωγούς
     κλητική ! δημαγωγέ δημαγωγοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δημαγωγώ
γεν-δοτ τοῖν  δημαγωγοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δημαγωγός < (δῆμος) δημ- + -αγωγός (ἀγωγός < ἄγω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δημαγωγός αρσενικό

  1. δημοφιλής ηγέτης του δήμου
    ※  οὐ ταῦτα ἀγαθῶν δημαγωγῶν ἐστι (Λυσίας, Κατὰ Ἐπικράτους καὶ τῶν συμπρεσβευτῶν ἐπίλογος ὡς Θεόδωρος Lys.27.10 @perseus.tufts.edu)
  2. (κακόσημο, για πολιτικά πρόσωπα) δημαγωγός όπως στα νέα ελληνικά
    ※  Αριστοτέλης, Πολιτικά
    • ἐν μὲν γὰρ ταῖς κατὰ νόμον δημοκρατουμέναις οὐ γίνεται δημαγωγός, ἀλλ᾽ οἱ βέλτιστοι τῶν πολιτῶν εἰσιν ἐν προεδρίᾳ· [10] ὅπου δ᾽ οἱ νόμοι μή εἰσι κύριοι, ἐνταῦθα γίνονται δημαγωγοί (Πολιτικά 4, 1292a)
    • ἔστι γὰρ δημαγωγός ὁ τοῦ δήμου κόλαξ (Πολιτικά 5, 35 (1313b))

Παράγωγα

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις δῆμος και ἄγω