κολακεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κολακεία < αρχαία ελληνική κολακεία < κολακεύω < κόλαξ
Ουσιαστικό
επεξεργασίακολακεία θηλυκό
- έπαινος που συνήθως δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και αποσκοπεί σε ιδιοτελείς σκοπούς
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κόλακας