Ουσιαστικό

επεξεργασία

adulation (en)

  1. η υπερεκτίμηση, υπερβολικός θαυμασμός
  2. η κολακεία

Συνώνυμα

επεξεργασία



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.dy.la.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
adulation adulations

adulation (fr) θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία