Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
praise praises

praise (en)

ενεστώτας praise
γ΄ ενικό ενεστώτα praises
αόριστος praised
παθητική μετοχή praised
ενεργητική μετοχή praising

praise (en)

  1. επαινώ, εγκωμιάζω, παινεύω
    ⮡  He praised the hard work of his employees.
    Επαινεί την εργατικότητα των υπαλλήλων του.
     συνώνυμα: applaud
  2. εξυμνώ, υμνώ
  3. δοξάζω